ατροπολόγητος

ατροπολόγητος
-η, -ο
(ειδικά για κανονισμούς, νομοσχέδια κ.λπ.) αυτός στον οποίο δεν έγινε τροπολογία, ο ατροποποίητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ατροπολόγητος. -η, -ο — ατροπολόγητος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν τροπολογήθηκε, δε μεταβλήθηκε: Ο νόμος ψηφίστηκε από τη Βουλή ατροπολόγητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”